Λαούτο

Έγχορδο όργανο της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.

Χρησιμοποιείται κυρίως σε νησιά, συνοδεύοντας λύρα, βιολί κ.ά. Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο και μεγάλες δυνατότητες.

Στην Ελλάδα απαντάται και ως λαγούτο ή λαβούτο ενώ στη Δυτική Ευρώπη συναντώνται όργανα που μοιάζουν με το ελληνικό λαούτο, με τη γενική ονομασία lute (λιούτ). Η προέλευση της ονομασίας αποδίδεται στο αραβικό al oud, που σημαίνει ξύλο, και κατ’ άλλους στο κούρδισμα σε λα και ουτ (σημερινό ντο) των δύο διπλών χορδών που είχε παλαιότερα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *